ἀπροφύλακτος

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A not guarded against, unforeseen, Th.4.55. Adv. -τως D.C.38.41, Ach.Tat.8.1.    2 unguarded, Opp.H.5.106.    II Act., using no precautions, Hld.6.13.

German (Pape)

[Seite 340] 1) unbewacht. – 2) nicht verhütet, nicht vorhergesehen, Thuc. 4, 55. – Adv., D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροφύλακτος: [ῠ], -ον, ἐκ τοῦ ὁποίου δὲν προεφυλάχθη τις, ἀπροόρατος, ἀπρόοπτος, Θουκ. 4. 55: ― Ἐπίρρ. -τως Δίων Κ. 38. 41. 2) ἀφύλακτος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 106. ΙΙ. ἐνεργητικ., ὁ μὴ λαμβάνων προφυλακτικὰ μέτρα, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀχ. Τατ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(guerre) pour laquelle on n’a pas pris ses mesures, ses précautions.
Étymologie: ἀ, προφυλάσσω.