ἡ,
A manly look, manliness, Pl.Smp.192a, Zeno Stoic.1.58.
ἀρρενωπία: ἡ, οὐσιαστ. τοῦ ἀρρενωπός, ἀρρενωπότης, Πλάτ. Συμπ. 192Α.
ας (ἡ) :air mâle ou viril.Étymologie: ἀρρενωπός.