ἀσπάλαξ

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

[πᾰ], ακος, ὁ, elsewh. σπάλαξ (q. v.),

   A blind-rat, Spalax typhlus, Arist.HA533a3, Antig.Mir.10, Stoic.2.51, Ael.NA17.10; ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Opp.C.2.612: prov., τυφλότερος ἀσπάλακος Diogenian.8.25.

German (Pape)

[Seite 373] ακος, ὁ, = σπάλαξ, Maulwurf, Plut. Symp. 7, 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπάλαξ: [-πᾰ-], ακος, ὁ ἀλλαχοῦ σπάλαξ (ὃ ἴδε) ὁ τυφλοπόντικος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 8, 2, κ. ἀλλ.· ἀσπαλάκων αὐτόχθονα φῦλα Ὀππ. Κ. 2. 612· παροιμ. τυφλότερος ἀσπάλακος Διογενειαν. 8. 25.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
taupe, animal.
Étymologie: ἀ- prosth., σπάλαξ.