ἀρτιτελής
English (LSJ)
ές,
A newly initiated, Pl.Phdr.251a. II fully formed, Thphr.HP2.5.5; just finished, Nonn.D.26.46.
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben eingeweiht, Plat. Phaedr. 231 a; vollkommen, Pol. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιτελής: -ές, ὁ νεωστὶ μυηθεὶς εἰς μυστήρια, Πλάτ. Φαῖδρ. 251Α. ΙΙ. ὁ ἄρτι συντελεσθείς, τελειωθείς, Νόνν. Δ. 26. 46.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 nouvellement initié;
2 récemment accompli.
Étymologie: ἄρτι, τέλος.