αὐτοδαής

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ές,

   A self-taught, ἀρετά Diagor.1; ὀρχήματα S.Aj. 700 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 397] ές, selbst gelernt, natürlich, ὀρχήματα, Soph. Ai. 685, Schol. ἃ ἐκ φύσεως ἔχεις.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοδαής: -ές, αὐτοδίδακτος, ἀρετὰ Διαγόρ. ἐν Bgk. Λυρ. σ. 846: ὀρχήματ’ αὐτοδαῆ, «αὐτομαθῆ, ἃ σὺ σαυτὸν ἐδίδαξας» (Σχόλ.) Σοφ. Αἴ. 700.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s’apprend de soi-même, càd sans étude, naturel.
Étymologie: αὐτός, διδάσκω.