αὐτονομέομαι

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

Dep. c. aor. Pass.

   A -ήθην Str.12.3.11:—to be independent, Th.1.144, D.4.4, etc.

German (Pape)

[Seite 399] nach eigenen Gesetzen, unabhängig leben, Thuc. 1, 144, öfter, u. Folgde, bes. im partic.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτονομέομαι: ἀποθ. μετὰ παθ. ἀορ. -ήθην Στράβ. 545: ― εἶμαι αὐτόνομος, ζῶ κατὰ τοὺς ἰδίους μου νόμους, εἶμαι ἀνεξάρτητος, Θουκ. 1. 144, κτλ., Δημ. 41. 16. Τὸ ἐνεργ. ἐν Ρήτορσι (Walz) 1. 587.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
se gouverner par ses propres lois, être indépendant.
Étymologie: αὐτόνομος.