ον,
A lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).
αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.
ος, ον :qui gémit sur soi-même.Étymologie: αὐτός, στένω.