ον,
A presumptuous of speech, Ar.Ra.837.
αὐθᾱδόστομος: -ον, ὁ αὐθαδῶς, ἀγερώχως ὁμιλῶν, ἄνθρωπον ἀγριοποιὸν αὐθαδόστομον Ἀριστοφ. Βάτρ. 337.
ος, ον :à la bouche présomptueuse, au langage présomptueux.Étymologie: αὐθάδης, στόμα.