ἀφόρυκτος
English (LSJ)
ον,
A unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non souillé.
Étymologie: ἀ, φορύσσω.
ον,
A unspotted, unstained, AP9.323 (Antip.).
ἀφόρυκτος: -ον, ἀκηλίδωτος, καθαρός, Ἀνθ. Π. 9. 323.
ος, ον :
non souillé.
Étymologie: ἀ, φορύσσω.