βαδιστικός

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A good at walking, Ar.Ra.128, Thphr.Fr.180; able to walk, Simp.in Ph.887.17; τὸ β. that which is capable of walking, Arist.Int.21b16; ποὺς . . ὄργανον β. Gal.UP2.9. Adv.-κῶς Porph.Gaur.1.3.    II for riding animals, στάβλον POxy.146.1 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 423] gern gehend, gut zu Fuß, Ar. Ran. 128; zum Gehen geschickt, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

βαδιστικός: -ή, -όν, καλός, ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, ἱκανότης πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à marcher ; bon marcheur.
Étymologie: βαδίζω.