ἡ,
A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.
κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.
ας (ἡ) :dépècement de la chair, de la viande.Étymologie: κρεουργός.