εἰδωλολάτρης
English (LSJ)
ου, ὁ, ἡ,
A idol-worshipper, idolater, ib. 5.10, etc.
German (Pape)
[Seite 725] ὁ, Götzendiener, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδωλολάτρης: -ου, ὁ, ἡ, ὁ λατρεύων, προσκυνῶν εἴδωλα, Ἐπιστ. π. Κορινθ. Α. ε΄, 10, κτλ.