βασκαντικός

Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ή, όν,

   A envious, φθονητικὴ καὶ β. ἕξις Plu.2.682d, cf. Phld.Vit.p.42J.

German (Pape)

[Seite 438] Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.

Greek (Liddell-Scott)

βασκαντικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, φθονερός, φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui jette un sort, envieux, méchant.
Étymologie: βασκαίνω.