βλακώδης
English (LSJ)
ες,
A lazy, X. Eq.9.1 (Comp.); βλακῶδες βαίνειν καὶ θρύπτεσθαι walk mincingly, of a coxcomb, Hld.4.7. Adv. -δῶς indolently, stolidly, Poll.3.123: Comp. -έστερον ibid.
German (Pape)
[Seite 447] ες, einem βλάξ ähnlich, träge, Xen. Equ. 9, 1, vom Pferde, βλακωδέστερος, dem θυμοειδέστερος entggstzt, u. Sp.; βλακῶδες βαίνειν neben θρύπτεσθαι Hel.
Greek (Liddell-Scott)
βλᾱκώδης: -ες, (εἶδος) πρὸς βραδύν, νωθρὸν ὁμοιάζων, νωθρός, Ξεν. Ἱππ. 9, 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ὀκνηρῶς, νωθρῶς· συγκρ. -δέστερον Πολυδ. Γ΄, 123.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mou, indolent, lâche.
Étymologie: βλάξ, -ωδης.