A plough, Hes.Op.391.
[Seite 460] pflügen, Hes. O. 389.
βοωτέω: ἀροτριῶ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 389.
-ῶ :labourer.Étymologie: βοώτης.