διαγνώμη

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.