γλίσχρων
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A niggard, Ar.Pax193.
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.
ονος, ὁ,
A niggard, Ar.Pax193.
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.
ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.