δεκάπλεθρος

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.

German (Pape)

[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.