διϊκνέομαι
English (LSJ)
fut. -ίξομαι: aor. -ικόμην:—
A go through, penetrate, ποτὶ τὰν ψυχάν δι' ὤτων Ti.Locr.101a; ἐφ' ὅσον -εῖται τὸ ὕδωρ Thphr. CP3.20.4; διῖκτο ἡ δόξα μέχρι βασιλέως Plu.Dem.20, cf. D.Chr.12.35; reach, with missiles, Th.7.79; βραδέως τοῦ παραγγέλματος διικνουμένου Plu.Nic.27. 2 in speaking, go through, tell of, πάντα δ. Il.9.61, 19.186, A.R.2.411. 3 of Time, intervene, διετοῦς χρόνου διικνουμένου Longus 1.4.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. διΐξομαι, ao.2 διϊκόμην;
1 passer par, pénétrer à travers;
2 parcourir par la parole, raconter.
Étymologie: διά, ἱκνέομαι.