διαποικίλλω
English (LSJ)
A variegate, adorn with variety, mostly metaph., τοῖς διαιτήμασι Hp.Vict.3.68; ποίησιν Isoc.9.9; literally, δ. τι ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ Plu.Sert.14:—Pass., μέλανι δ, to be dappled, Arist.HA503b5: metaph., δ. ἐκ .. to be blended of various sorts, Pl.Lg.693d, cf. 863a; ἀπάταις τὰ πολλὰ δ. τοῦ πολέμου Plu.Lys.7, cf. Iamb.Myst.7.3.
German (Pape)
[Seite 596] ganz bunt machen, ausschmücken, sowohl eigtl., ἀργύρῳ θυρεούς Plut. Sertor. 14, als übertr., πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν διαποικῖλαι Isocr. 9, 9; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut. Lyc. 7; übh. = mannigfach zusammensetzen, ἐκ τούτων διαπεποικιλμέναι εἰσί Plat. Legg. III, 693 d; vgl. XI, 863 a.
Greek (Liddell-Scott)
διαποικίλλω: ποικίλλω, ποικίλως κοσμῶ, Λατ. variare, ποίησιν Ἰσοκρ. 190Ε· δ. τι ἀργύρῳ Πλούτ. Σερτ. 14. - Παθ., μέλανι δ., κοσμοῦμαι, ποικίλλομαι διὰ…, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 11, 6· ἀλλά, δ. ἐκ…, εἶμαι πεποιημένος ἐκ διαφόρων εἰδῶν, Πλάτ. Νόμ. 693D, πρβλ. 863Α.