διαποικίλλω

Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A variegate, adorn with variety, mostly metaph., τοῖς διαιτήμασι Hp.Vict.3.68; ποίησιν Isoc.9.9; literally, δ. τι ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ Plu.Sert.14:—Pass., μέλανι δ, to be dappled, Arist.HA503b5: metaph., δ. ἐκ .. to be blended of various sorts, Pl.Lg.693d, cf. 863a; ἀπάταις τὰ πολλὰ δ. τοῦ πολέμου Plu.Lys.7, cf. Iamb.Myst.7.3.

German (Pape)

[Seite 596] ganz bunt machen, ausschmücken, sowohl eigtl., ἀργύρῳ θυρεούς Plut. Sertor. 14, als übertr., πᾶσι τοῖς εἴδεσι τὴν ποίησιν διαποικῖλαι Isocr. 9, 9; ἀπάταις τὰ πολλὰ τοῦ πολέμου Plut. Lyc. 7; übh. = mannigfach zusammensetzen, ἐκ τούτων διαπεποικιλμέναι εἰσί Plat. Legg. III, 693 d; vgl. XI, 863 a.

Greek (Liddell-Scott)

διαποικίλλω: ποικίλλω, ποικίλως κοσμῶ, Λατ. variare, ποίησιν Ἰσοκρ. 190Ε· δ. τι ἀργύρῳ Πλούτ. Σερτ. 14. - Παθ., μέλανι δ., κοσμοῦμαι, ποικίλλομαι διὰ…, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 11, 6· ἀλλά, δ. ἐκ…, εἶμαι πεποιημένος ἐκ διαφόρων εἰδῶν, Πλάτ. Νόμ. 693D, πρβλ. 863Α.

French (Bailly abrégé)

parsemer de broderies, broder.
Étymologie: διά, ποικίλλω.