A strain through, Plu.2.692c (Pass.).
διεράω: διηθῶ, στραγγίζω, Πλούτ. 2 692C· - διέρᾱμα, τό, ἠθμός, τρυπητόν, στραγγιστήριον, αὐτόθι 1088Ε.
-ῶ :filtrer.Étymologie: DELG cf. ἐξεράω.