[ῡ],
A keep off, Arat.299 (tm.); hinder, ἁψιμαχίαν Plu. Lyc.2.
διερύκω: [ῡ], ἀποκρούω, Ἄρατ. 299· ἐμποδίζω, ἁψιμαχίαν Πλούτ. Λυκ. 2.
séparer ; arrêter.Étymologie: διά, ἐρύκω.