A sew through or together, Str.15.1.67, Plu.2.978a; insert a suture, Gal.18(2).746.
διαρράπτω: ῥάπτω ἐντελῶς ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 978Α, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. διαρραπτέον Ὀρειβ. 157. 13.
coudre ensemble.Étymologie: διά, ῥάπτω.