ἐμπληστέος
English (LSJ)
α, ον, (ἐμπίμπλημι)
A to be filled with, ὄγκου Pl.R.373b.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληστέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐμπίπλημι, πρέπει νὰ ἐμπλησθῇ, νὰ γεμισθῇ τι μέ τι, ἀλλ’ ἤδη ὄγκου ἐμπληστέα (ἡ πόλις) καὶ πλήθους Πλάτ. Πολ. 373Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἐμπίπλημι.