δοχεύς
English (LSJ)
έως, ὁ,
A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.
German (Pape)
[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.