διαπεύθομαι
English (LSJ)
poet. for διαπυνθάνομαι, A.Ag.807 (anap.).
German (Pape)
[Seite 595] = διαπυνθάνομαι, Aesch. Ag. 808.
Greek (Liddell-Scott)
διαπεύθομαι: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διαπυνθάνομαι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 807.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés;
poét. c. διαπυνθάνομαι.