ου, ὁ, poet. for
A δυνάστης, ὦ δυνάτα A.Pers.674 (lyr., cod. Med.).
[Seite 673] ὁ, = δυνάστης, Aesch. Pers. 661.
δυνάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δυνάστης, ὦ δυνάτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 674, κατὰ τὸ Μεδ. χφον καὶ τὸν Σχολ.
ου (ὁ) :c. δυνάστης.Étymologie: δύναμαι.