δυσμετάβλητος

Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to alter, Hp.Alim.51, Plu.2.952c.

German (Pape)

[Seite 684] schwer zu verändern, Hippocr.; Plut. de prim. frig. 16; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμετάβλητος: -ον, δυσκόλως μεταβαλλόμενος, Ἱππ. 384. 14, Πλούτ. 2. 952Β· οὕτω δυσμετάβολος, ον, Δαμοκρ. παρὰ Γαλην. 13. 1003 Kühn. ― Ἐπίρρ. -λως, αὐτόθι 1004· δυσμεταβλησία, ἡ, Σωρ. Ἐφ. (Erm. σ. 140. 142).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à changer.
Étymologie: δυσ-, μεταβάλλω.