ον,
A hard to banish, A.Ag.1190.
[Seite 686] schwer fortzuschicken, Aesch. Ag. 1163.
δύσπεμπτος: -ον, δυσκόλως ἀποπεμπόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1190.
ος, ον :difficile à renvoyer.Étymologie: δυσ-, πέμπω.