εἰδωλόθυτον

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

German (Pape)

[Seite 725] τό, das einem Götzenbilde Geopferte, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδωλόθῠτον: τό, τὸ θυόμενον εἰς τὰ εἴδωλα· - εἰδωλόθυτα, τὰ ἀπομένοντα ἐκ τῶν θυσιῶν κρέατα, ἅπερ ἢ κατεβιβρώσκοντο κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυσίας ἢ ἐπωλοῦντο (ὑπὸ τῶν πτωχῶν ἢ φιλαργύρων) ἐν τῇ ἀγορᾷ, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 29, Ἐπιστ. π. Κοριν. Α. η΄, 1, κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chair des victimes.
Étymologie: εἴδωλον, θύω.