ον,
A toilsome, S.Ant.1276 (lyr.).
[Seite 687] mühselig, πόνοι Soph. Ant. 1262.
δύσπονος: -ον, κοπώδης. Σοφ. Ἀντ. 1276.
ος, ον :fatigant, pénible.Étymologie: δυσ-, πόνος.