εἰκαστικός

Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to represent: ἡ -κὴ τέχνη the art of copying or portraying, Pl.Sph.235d, etc.    II able or liable to conjecture, ψευδῶν Ph.1.160; τὸ εἰ. the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. -κῶς conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C.    2 τὸ εἰ. matter of conjecture, Vett.Val.312.32.

German (Pape)

[Seite 726] abbildend; τέχνη εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – vermuthend, τὸ εἰκ., Muthmaßung, Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. εἰκαστικῶς, vermuthungsweise, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιγράφειν ἢ ἀπεικονίζειν, Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ συμπεραίνειν, τὸ εἰκαστικόν, ἡ δύναμις τοῦ εἰκάζειν, Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «εἰκαστικῶς, ὁμοιωτικῶς» Πολυδ. Δ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.