εἰσποιητός
English (LSJ)
ή, όν,
A adopted, Lys.Fr.55, D.44.34,60.4.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσποιητός: -ή, -όν, υἱοθετηθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 33, Δημ. 1088. 4., 1390. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: ἐσποιέω.
ή, όν,
A adopted, Lys.Fr.55, D.44.34,60.4.
εἰσποιητός: -ή, -όν, υἱοθετηθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 33, Δημ. 1088. 4., 1390. 8.
ή, όν :
adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: ἐσποιέω.