ἑκατοντάς
English (LSJ)
άδος, ἡ, the number
A a hundred, Hdt.7.184 : pl., Ph.2.423, Jul.Ep.180.
German (Pape)
[Seite 752] άδος, ἡ, die Zahl Hundert; eine Menge von Hundert, Her. 7, 185; Plat. Tim. Locr. 96 b; Theocr. 17, 82 u. Sp., wie Luc. Hermot. 46; Parmen. 9 (IX, 304).
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοντάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑκατόν, ἡ ποσότης τοῦ ἀριθ. 100, Ἡρόδ. 7. 184, 185.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre cent, centaine.
Étymologie: ἑκατόν.