νηοπόλος

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

   A v. ναοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.