εὑρετέος
English (LSJ)
α, ον,
A to be discovered, found out, Th.3.45.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.
α, ον,
A to be discovered, found out, Th.3.45.
εὑρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ εὕρῃ τις, νὰ ἀνακαλύψῃ, Θουκ. 3. 45.
α, ον :
adj. verb. de εὑρίσκω.