όν,
A causing disorder or confusion, Aesop.76b.
τᾰρᾰχοποιός: -όν, ὡς καὶ νῦν, ὁ προξενῶν ταραχὴν ἢ σύγχυσιν, Αἴσωπ. 37.
ός, όν :qui cause du trouble.Étymologie: τάραχος, ποιέω.