νέκρωσις

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A mortification, Aret.SA2.10, Gal.18(1).156; μήτρας Ep.Rom.4.19: metaph., νεκροὺς ὁρῶν νέκρωσιν ἕξεις πραγμάτων Astramps.Onir.p.6R.    II death, τὴν ν. τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες 2 Ep.Cor.4.10.

German (Pape)

[Seite 238] ἡ, das Tödten, Sp., N. T.; auch das Absterben einzelner Glieder.

Greek (Liddell-Scott)

νέκρωσις: ἡ, ἀπονέκρωσις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. ἀπονέκρωσις. ΙΙ. θάνατος ἢ νεκρικὴ κατάστασις, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 mortification;
2 mort.
Étymologie: νεκρόω.