ον,
A with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.
σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.
ος, ον :à tête pointue.Étymologie: σφήν, κεφαλή.