μετρικός

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ή, όν,

   A metrical, ῥυθμοί Arist.Rh.1409a7; οἱ μ. those learned in metres, Id.PA660a8; opp. οἱ ῥυθμικοί, D.H.Comp.17: τὰ -κά and ἡ -κή (sc. τέχνη) prosody, Arist.Po.1456b34, 38.    II by measure, opp. σταθμικός (by weight), Gal.13.417, etc.    III = μετριακός, PLond.5.1234.48 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 162] das Maaß betreffend, bes. zum Sylbenmaaße gehörig, metrisch; ὁ μετρικός, der sich auf das Sylbenmaaß versteht, Arist. p. an. 2, 16; ἡ μετρική, sc. τέχνη, die Metrik, Arist. poet. 20, 5 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ μέτρον, ῥυθμοὶ Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 5· ὁ μετρικός, ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν μετρικὴν ἢ ἀσχολούμενος εἰς αὐτήν, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15· τὰ μετρικὰ καὶ ἡ μετρικὴ (δηλ. τέχνη), ὁ αὐτ. π. Ποιητ. 20. 4, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la mesure des vers, métrique.
Étymologie: μέτρον.