μετατρέχω
English (LSJ)
fut. -θρέξομαι: aor. -έδρᾰμον:—
A run and fetch, βούλει Διοπείθη μεταδράμω; Phryn.Com.9; οὔκουν παρ' Ἀθηναίων μεταθρέξει; you run and get it from the A., Ar.Pax261; run after, seek, τι Ph.1.576, al. II change one's abode, πρὸς τὴν ἀνδρωνῖτιν ἑστίαν ib.365.
German (Pape)
[Seite 155] (s. τρέχω), nachlaufen, um Etwas zu holen; παρ' Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει ταχύ, Ar. Pax 261, hole es schnell von den Athenern; Phryn. com. bei Schol. Ar. Av. 989.
Greek (Liddell-Scott)
μετατρέχω: μέλλ. -θρέξομαι: ἀόρ. -έδρᾰμον· -τρέχω ἵνα ἀγάγω τινὰ ἢ νὰ φέρω τι, βούλει Διοπείθη διαδράμω καὶ τύμπανα; Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Κρόνῳ» 1· οὔκουν παρ’ Ἀθηναίων σὺ μεταθρέξει (ἀλετρίβανον) ταχύ; δὲν θὰ τρέξῃς ταχέως νὰ λάβῃς παρὰ τῶν Ἀθηναίων γουδοχέρι; Ἀριστοφ. Εἰρ. 261.