λεοντική

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ἡ, a plant,

   A = κακκαλία, Dsc. 4.122 (v.l. λεαντική).    II a dye, PLeid.X.98.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, eine Pflanze, sonst κακαλία genannt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντική: ἡ, συνώνυμον τῷ (φυτῷ) κακαλία, Διοσκ. 4. 123.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
plante = κακαλία.
Étymologie: λεοντικός.