ἐκστρέφω

Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A turn out of, βόθρου τ' ἐξέστρεψε [δένδρον] rooted up a tree from the trench it stood in, Il.17.58.    II turn inside out, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721 : metaph., change or alter entirely, τοὺς τρόπους Id.Nu.88 ; τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ib.554 :—Pass., ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορευόμενοι with feet turned outwards, Arist.Phgn.813a14 ; to be distorted, Gal.7.27.    2 metaph. in pf. part. Pass., γενεὰ ἐξεστραμμένη perverse generation, LXXDe.32.20.    3 transmute base metal, Zos. Alch.p.195B.

German (Pape)

[Seite 779] herausdrehen, -kehren; Ar. Plut. 721; δένδρον βόθρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen, Il. 17, 58; übertr., τρόπους Ar. Nubb. 88, nach Schol. μετέβαλε, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας 554, verdrehen, verderben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε δένδρον, ἐξερρίζωσε δένδρον ἐκ τοῦ βόθρου ἔνθα ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. στρέφω τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., μεταβάλλω ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας αὐτόθι 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐξέστρεψα;
1 enlever en faisant tourner ; δένδρον βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;
2 retourner.
Étymologie: ἐκ, στρέφω.