[ᾰ], Med.,
A atlack, Aesop.234.
ἐνεπάγομαι: μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).
impf. 3ᵉ sg. ἐνεπήγετο;s’élancer sur.Étymologie: ἐν, ἐπάγομαι.