ἐκκρεμής
English (LSJ)
ές,
A suspended, πήρα Hdn.1.9.3 ; τὸ -ές the lobe of the ear, Ruf.Onom.43 : c. gen., hanging from or upon, χείλεος AP5.246 (Maced.) ; ἐπί τινι ib.240.8 (Paul. Sil.) ; ἀπὸ τοῦ ὤμου Agath.3.17 ; ἐπὶ γαστέρα ἐ. προβάλλειν Aret.CA1.5, cf. Porph.Gaur.3.3. II Adv. -μῶς, Gramm., in dependent construction, opp. ἀπολύτως, Eust.1752.47.
German (Pape)
[Seite 764] ές, herabhangend, schwebend, Sp., wie Hdn. 1, 9, 7; Col. 108; ἐκκρεμέες ἐλπίδες Paul. Sil. 39 (V, 241); τινός, woran, Maced. 13 (V, 247).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκρεμής: -ές, ὁ κρεμάμενος ἔκ τινος, τινὸς Ἀνθ. Π. 5. 247· ἐπί τινι αὐτόθι 241.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
suspendu.
Étymologie: ἐκκρέμαμαι.