καταγωνίζομαι
English (LSJ)
A prevail against, τινας Plb.2.42.3,al., OGI553.7 (Xanthus); τὰ αἰσχρὰ τῶν παθῶν Metrod.Herc.831.19; κ. Ὀδυσσέα περὶ στεφάνου Luc.VH2.22; ἕλκη διαίτῃ Dam.Isid.122:—Pass., καταγωνισθῆναι τὰ ὅλα Plb.3.4.12; ὑπό τινος Luc.Symp.19. 2 contend against, τὴν ἀλήθειαν Plb.13.5.5, cf. 12.25d.6. II win by a struggle, βασιλείας Ep.Hebr.11.33.