ἐρίκλαυστος
German (Pape)
[Seite 1029] 1l sehr beweint, thränenreich, πόλεμος Opp. Hal. 2, 668, auch ἐρίκλαυτος geschrieben. – 2) sehr weinend, ἐρίκλαυτοι γονεῖς Paul. Sil. 82 (VII, 560).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίκλαυστος: καὶ -κλαυτος, ον, ὁ κλαίων πολύ, Ἀνθ. Π. 7. 560, Συλλλ. Ἐπιγρ. 400. 11. ΙΙ. Παθ. πολύκλαυστος, πολυθρήνητος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 668.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pleuré avec beaucoup de larmes.
Étymologie: ἐρι-, κλαίω.