ον,
A easy to pull away, X.Cyn.2.7.
εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.
ος, ον :facile à tirer, à détourner.Étymologie: εὖ, περισπάω.