ἔχιδνα

Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ἡ, (ἔχις)

   A viper, Hdt.3.108, S.Tr.771, Pl.Smp.218a, etc.; prob. of a constrictor snake, Act.Ap.28.3: metaph., of a treacherous wife or friend, A.Ch.249, S.Ant.531; ἱματισμένη ἔ., of woman, Secund.Sent.8; γεννήματα ἐχιδνῶν brood of vipers, term of reproach, in Ev.Matt.3.7.    II pr. n. of a monster, Hes.Th.297, S.Tr. 1099.

German (Pape)

[Seite 1126] ἡ, die Natter, Otter (vgl. ἔχις); Aesch. Ch. 988 Suppl. 873, von der Klytämnestra Ch. 247; Soph. u. A.; Plat. Conv. 218 a. Vgl. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔχιδνα: ἡ, (ἔχις) ὡς καὶ νῦν, ἡ «ὀχιὰ» ἢ «ὄχεντρα», Ἡρόδ. 3. 108, Τραγ., Πλάτ. Σοφιστ. 218Α, κτλ.· μεταφ., ἐπὶ ἀπίστου συζύγου ἢ φίλου, Αἰσχύλ. Χο. 249, Σοφ. Ἀντ. 531. ΙΙ. ἀρχαιότερον, ὡς ἐν Ἡσ. Θ. 297. 301, μόνον ὡς κύριον ὄνομα τέρατός τινος, ὅπερ ἦν θυγάτηρ τῆς Καλιρρόης: ἡ δ’ ἔτεκ’ ἄλλο πέλωρον... θείην κρατερόφρον’ Ἔχιδναν, ἥμισυ μὲν νύμφην... ἥμισυ δ’ αὖτε πέλωρον ὄφιν κτλ., Βακχυλ. 5. 62 (ἔκδ. Blass).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vipère, animal.
Étymologie: ἔχις.