Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ή, όν, (ζυγόω)
A yoked, ἅρματα ζ. S.El.702.
ζῠγωτός: -ή, -όν, (ζυγόω) μετὰ ζυγοῦ, ἔχων ζυγόν, ἅρμα ζ., Λατ. biga, Σοφ. Ἠλ. 702.
ή, όν :joint ; attelé (de quatre chevaux).Étymologie: adj. verb. de ζυγόω.